- αυθορμησία
- ηβλ. αυθορμητισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυθορμησία — η η ιδιότητα των έμψυχων όντων να ενεργούν από μόνα τους, χωρίς εξωτερική αιτία: Τα άψυχα τα διακρίνει αδράνεια, τα έμψυχα αυθορμησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυθορμητισμός — ο και αυθορμησία, η [αυθόρμητος] 1. το να ενεργεί κανείς ακολουθώντας εσωτερικές παρορμήσεις χωρίς να δέχεται εξωτερικές επιδράσεις ή καταναγκασμούς 2. πηγαία, φυσική εκδήλωση ή συμπεριφορά … Dictionary of Greek